πασκάλια

πασκάλια
τα
βλ. πασχάλιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πασκαλιά — η βλ. πασχαλιά …   Dictionary of Greek

  • Πασχαλιά — (σύριγγα η κοινή). Θάμνος ή δενδρύλλιο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυές στην ανατολική Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Συναντάται σε πετρώδης περιοχές της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας έως τη Θεσσαλία. Είναι γνωστή και… …   Dictionary of Greek

  • πασχαλιά — πασχαλιά, η και πασκαλιά, η 1. οι μέρες του Πάσχα. 2. γιορτή μετά την κάθε νηστεία. 3. θάμνος ή δέντρο που ανθίζει στην αρχή της άνοιξης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”